Μαικήνας — ο 1. όνομα εύπορου Ρωμαίου αξιωματούχου προστάτη των γραμμάτων (1ος αιώνας π.Χ.). 2. ως προσηγορ., εύπορος προστάτης συγγραφέα ή καλλιτέχνη, εύπορος προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… … Dictionary of Greek
Gaius Maecenas — Bust of Maecenas at Coole Park, Co. Galway, Ireland Gaius Cilnius Maecenas ( / … Wikipedia
Gräzisierung — Unter Gräzisierung versteht man einerseits die sprachliche oder kulturelle Adaption des Griechischen, andererseits die griechische Wiedergabe zum Beispiel persischer oder arabischer Namen im europäischen Kulturkreis. Inhaltsverzeichnis 1 Antike… … Deutsch Wikipedia
Αζίζ, Αμπού Μανσούρ — (10ος αι.). Δεύτερος Φατιμίδης σουλτάνος της Αιγύπτου. Μεγάλος πολεμιστής αλλά και μαικήνας των γραμμάτων και των τεχνών. Θέσπισε φιλελεύθερους νόμους και συγκέντρωσε στην αυλή του μεγάλους επιστήμονες της εποχής του, που τους ενίσχυε οικονομικά … Dictionary of Greek
Αλφόνσος — I (AlfonsoAlphonso). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων των ισπανικών κρατιδίων των Αστουριών, της Λεόνε, της Γαλικίας και της Καστίλης (1 11), καθώς και του ενωμένου κράτους της Ισπανίας (12 13). Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του τευτονικού… … Dictionary of Greek
Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο … Dictionary of Greek
Γάλβας — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Γ. Μάξιμος, Πόπλιος Σουλπίκιος (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.).Ύπατος της Ρώμης (211 π.Χ.), εργάστηκε για την άμυνα της Ρώμης εναντίον του Καρχηδόνιου στρατηγού Αννίβα. Αργότερα τέθηκε επικεφαλής… … Dictionary of Greek
Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… … Dictionary of Greek
Μάινινγκεν, Γκέοργκ φον- — (Georg von Meiningen, Μάινινγκεν 1826 – 1914). Γερμανός δούκας, μαικήνας και σκηνοθέτης του θεάτρου. Προικισμένος με εξαιρετικά οργανωτικά προσόντα, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση του δουκάτου του Μάινινγκεν κατέβαλε εξαιρετικές προσπάθειες για την … Dictionary of Greek